Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΟΧΛΟΣ Βασιλική Βόντσα Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το παρόν άρθρο δεν πρόκειται να αποτελέσει μια εξαντλητική και πλήρη μελέτη της εκπαιδευτικής συνεισφοράς στη δημιουργία ευρωπαϊκής ταυτότητας και στη συσχέτισή της με τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της νεοελληνικής αλλά και ευρωπαϊκής κοινωνίας. Φιλοδοξεί ωστόσο να θέσει τα κεντρικά ζητήματα που αφορούν τους μηχανισμούς δόμησης των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων εντός του σχολικού θεσμού και οι οποίοι βεβαίως προσδιορίζονται από δύο τουλάχιστον (ενδεχομένως και πολύ περισσότερους) παιδαγωγικούς λόγους: την ευρωπαϊκή διάσταση και τη διαπολιτισμική αγωγή. Με άλλα λόγια θα επιχειρήσω να εννοιολογήσω και να προσδιορίσω τόσο τον εκπαιδευτικό χώρο και τρόπο, όπου λειτουργεί η ευρωπαϊκή διάσταση, όσο επίσης και τις αρχές και τους όρους που διέπουν τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Επομένως θα καταστεί δυνατό να αναδειχθεί ο τρόπος που εμπλέκονται, επικαλύπτονται, αλληλοσυμπληρώνονται ή ακόμα αντιπαρατίθενται και συγκρούονται οι δύο διαφορετικές αυτές εκπαιδευτικές πρακτικές. ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ Η συγκρότηση της ατομικής ταυτότητας αποτέλεσε κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα μια σταθερή και ξεκάθαρη διαδικασία. Ουσιαστικά πρόκειται για μια υποσυνείδητη διεργασία, σχετικά απλή, διότι η κοινωνικοποιητική λειτουργία των διαφόρων θεσμών κοινωνικοποίησης (κράτος, σχολείο, εκκλησία, οικογένεια) ήταν ισχυρή, χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Το κοινωνικό συγκείμενο ήταν συμπαγές, ομογενοποιημένο στα πλαίσια της δημιουργίας εθνικών κρατών, ώστε τα άτομα κατανοούσαν τον εαυτό τους ως αδιαίρετη μονάδα, ως ενιαία προσωπικότητα ( Chihabi, 1995). Τις τελευταίες όμως δεκαετίες του αιώνα, που μας πέρασε, το κοινωνικοπολιτισμικό συγκείμενο έγινε πλουραλιστικό, η κοινωνική σύνθεση διαφοροποιήθηκε, καθώς δημιουργήθηκαν για διάφορους ιστορικούς λόγους αλλεπάλληλες μετακινήσεις ανθρώπινων ομάδων, ενώ συγχρόνως οι οικονομικές και επιστημονικές νόρμες διαφοροποιήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλέον περιβάλλον. Ακολουθώντας αυτές τις τάσεις οι κοινωνικοποιητικές δυνάμεις, οι θεσμοί δηλαδή κοινωνικοποίησης, έπαψαν να είναι μονόπλευρες και, επειδή οι επιλογές του λαϊφστάυλ είναι τόσο πολλές και διαφορετικές, το άτομο αδυνατεί πλέον να προσδιορίσει τον εαυτό του ως μια συμπαγή, ξεκάθαρη ατομικότητα, καθώς εντός της ατομικής του ταυτότητας διακρίνονται μια ποικιλία υποταυτοτήτων. Έτσι ο καθένας είναι υποχρεωμένος να ενεργοποιήσει μια διαρκή διαδικασία αυτοκριτικής και ταυτόχρονα να στοχεύει στην κατανόηση των διαφορετικών όψεων του εαυτού του και στη συγκρότηση μιας λειτουργικής πολυεπίπεδης ταυτότητας. Αυτό απαιτεί μια σημαντική ορθολογική διεργασία: το άτομο πρέπει να αποκτήσει έναν μηχανισμό αξιολόγησης και ταξινόμησης των ποικίλων υπαγωγών και υποταυτοτήτων του, ώστε να τις συνθέτει σε ολότητα, συνεπή προς τις ποικίλες επιλογές της ζωής του και σε τρόπο που να του προσδίδει αυταξία και ευτυχία. Από την άλλη μεριά στα πλαίσια της δημιουργίας των εθνικών κρατών κατά το 19ο και 20ο αιώνα ενεργοποιήθηκαν οι κοινωνικοί μηχανισμοί συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων. Με τη διεύρυνση των τοπικών αγορών και τη σύσταση ενός εθνικού πλαισίου οικονομικής και πολιτειακής οργάνωσης, προέκυψε η ανάγκη κατασκευής ενιαίων συλλογικών ταυτοτήτων μέσα από κοινές ιστορικές μνήμες, κοινά σύμβολα, κοινούς αγώνες και κοινές αναφορές εντός ενός εθνικού ιδεολογικού πλαισίου, που αντικατέστησε τις παλαιότερες παραδοσιακές ταυτότητες των τοπικών κοινωνιών, που είχαν ως άξονες αναφοράς τη θρησκεία και τη συγγένεια. Τα δημόσια σχολεία των εθνικών κρατών στόχευσαν και στοχεύουν στη διαμόρφωση της εικόνας του εθνικού ''εαυτού'' και την οριοθέτησή του απέναντι στον ''άλλον''. Η ιστορία του έθνους παρουσιάζεται ως μια συνέχεια, μια διαρκής πάλη και αντίσταση σε εξωτερικές επεμβάσεις, μια αυτονόητη και αναλλοίωτη αποτύπωση της κοινωνικής ομοψυχίας και συνοχής. Έτσι η εθνική ταυτότητα καλλιεργείται μέσα από τις κοινές συλλογικές αναπαραστάσεις, τις ιστορικές μνήμες, την κοινή γλώσσα και θρησκεία, εντός του σχολικού θεσμού με μαθήματα όπως η γλώσσα, η ιστορία, η λογοτεχνία, η τέχνη, η μουσική, η γεωγραφία, αλλά και με δραστηριότητες της σχολικής ζωής όπως οι εθνικές γιορτές ή οι παρελάσεις και τέλος με την αισθητική του σχολικού χώρου. Τελικά το άτομο διαπαιδαγωγείται ως μέλος της εθνικής ομάδας και αποκτά το αίσθημα ότι ανήκει σ' αυτήν με την ενίσχυση της ''Εμείς- συνείδησης'' (Κανακίδου και Παπαγιάννη, 1998, σ. 30- ω34). ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ Τα νέα ιστορικά δεδομένα που επέφεραν η παγκοσμιοποίηση και το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης του δεύτερου μισού του αιώνα, που μόλις πέρασε, άλλαξαν με ριζικό τρόπο τον ανθρωπολογικό και κοινωνικό μας χάρτη, με αποτέλεσμα η ετερότητα των πολιτών των σύγχρονων κρατών να αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αλλαγές και προκλήσεις της εποχής. Η Παιδαγωγική και το εκπαιδευτικό σύστημα ανήκουν στους βασικούς αποδέκτες αυτής της πρόκλησης. Για την Παιδαγωγική έχει ιδιαίτερη σημασία ότι οι κοινωνικές σχέσεις, οι εντάσεις, οι κρίσεις αλλά και οι κοινωνικές δυνατότητες, που προκύπτουν από τη σύγχρονη πολυπολιτισμικότητα, κωδικοποιούνται και ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα εξελίξεων στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων που συμβολικά ορίζονται από τις έννοιες της ταυτότητας και της ετερότητας. Επιπλέον η διεύρυνση των αγορών πέρα από τα εθνικά τους όρια, ή αλλιώς, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η ρύθμιση ενός διεθνούς πλαισίου για τις οικονομικές δραστηριότητες οδήγησαν σε νέες εξελίξεις και κυρίως στη δημιουργία υπερεθνικών πολιτειακών δομών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρατηρώντας την πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις ομοιότητες με την παλιότερη διεργασία συγκρότησης εθνών- κρατών, σε μια διευρυμένη όμως τώρα γεωγραφική κλίμακα. Με αυτά τα δεδομένα είναι αυτονόητη εξέλιξη η διαδικασία διαμόρφωσης μιας συλλογικής ''ευρωπαϊκής ταυτότητας'', με σκοπό να ενισχυθεί η συνοχή της ευρωπαϊκής κοινωνίας και η παγίωση των νέων δομών εξουσίας. Οι μηχανισμοί κατασκευής της νέας αυτής ταυτότητας είναι και πάλι ο σχολικός θεσμός και επιπλέον οι νεοεμφανισθείσες μορφές τεχνολογίας, που επιφέρουν αποτελεσματικότερη διάχυση της πληροφορίας σε ευρύτερο κοινό. Η άμεση σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής ενοποίησης και εκπαίδευσης έχει οδηγήσει στην ιδέα της ''Ευρωπαϊκής Διάστασης στην Εκπαίδευση''. Πρόκειται για ένα σύνολο εκπαιδευτικών πολιτικών με τις οποίες εισάγονται στους διάφορους τομείς των σχολικών συστημάτων της Ευρώπης (Αναλυτικά Προγράμματα, Σχολικά Βιβλία, Διδακτικά Μέσα, Διοίκηση Σχολείων, Οργάνωση Σχολικής Ζωής, Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών) τα μορφωτικά εκείνα στοιχεία, οι γνώσεις, οι στάσεις, οι αξίες, με τα οποία καλλιεργείται στα παιδιά και στους νέους η ευρωπαϊκή συνείδηση (Παντίδης και Πασιάς, 2003). Η Ευρωπαϊκή Διάσταση αφορά στην εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων, τη διδασκαλία ξένων γλωσσών, την κινητικότητα μαθητών, σπουδαστών, εκπαιδευτικών, τη σταδιακή εναρμόνιση των εκπαιδευτικών συστημάτων, το διάλογο για την ιστορική καταγωγή και την κοινή κληρονομιά των λαών της Ευρώπης. Σε ιδεολογικό επίπεδο συνδέεται με τη δημιουργία ενός νέου υποκειμένου, του ''Ευρωπαίου Πολίτη'', με τη διαμόρφωση της ''ευρωπαϊκής ταυτότητας'' και τη συγκρότηση ενός νέου πεδίου διαλόγου, αυτού της ευρωπαϊκής δημοσιότητας, και τέλος με τη θέσμιση ενός νέου πολιτειακού μορφώματος, της ''ευρωπαϊκής πολιτείας''. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτοπροσδιορίζεται, σε μια σειρά επίσημων κειμένων της, ως ''ένα κοινό σπίτι στο οποίο η πολυμορφία τιμάται και όπου οι πολλές μητρικές μας γλώσσες αποτελούν πηγή πλούτου και γέφυρα αλληλεγγύης και αλληλοκατανόησης'' (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, COM (2005) 596, σελ. 2). Παράλληλα στη ''Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου Πολίτη'' τονίζεται ότι η ύπαρξη της Ε.Ε. εδράζεται στις αρχές της πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς της, στις οικουμενικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ισότητας, της αλληλεγγύης και τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η ''Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπ/ση'', θεσπισμένη από τα πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύει στη σταδιακή διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας με βασικά χαρακτηριστικά την κοινή παράδοση (ελληνική φιλοσοφία, ρωμαϊκό δίκαιο και χριστιανική θρησκεία). Ταυτόχρονα όμως, με την αλλαγή της κοινωνικοπολιτισμικής σύνθεσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να διερευνήσει άλλες πτυχές της πολιτισμικής της συγκρότησης και να προσδιορίσει μια πιο πλουραλιστική και πολυφωνική συλλογική ταυτότητα με εναλλακτικές και συχνά συγκρουόμενες προσεγγίσεις, που θα μπορούν να συνυπάρχουν ισότιμα μέσα στο γεωπολιτικό της χώρο. Η ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΩΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ Η Διαπολιτισμική Αγωγή ορίζεται, σύμφωνα με τον επικρατέστερο σήμερα ορισμό, ως η απάντηση στην πρόκληση της σύγχρονης πολυπολιτισμικότητας για τη διαμόρφωση κοινωνικών προϋποθέσεων που να επιτρέπουν τη συμμετρική αλληλεπίδραση των διαφορετικών πολιτισμών. Στόχος της είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος μάθησης, που να δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να ανακαλύψουν και να βιώσουν εναλλακτικές μορφές κοινωνικής συνύπαρξης, ανιχνεύοντας και συνειδητοποιώντας δυνατότητες υπέρβασης των προκαταλήψεων, των στερεότυπων και των διαχωρισμών, που δεν επιτρέπουν τη συγκρότηση συμμετρικών κοινωνικών σχέσεων μεταξύ υποσυνόλων του γενικού πληθυσμού με διαφορετικά κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Έτσι η καθημερινή παιδαγωγική πράξη στο σχολείο στοχεύει στη διαχείριση των ''διαφορών'' κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτές να μη λειτουργούν ως κριτήρια διάκρισης και αποκλεισμού των άλλων, αλλά ως ευκαιρίες γόνιμης αντιπαράθεσης, μάθησης και σύνθεσης (Γκόβαρης, 2002). Η Διαπολιτισμική Αγωγή προτείνει τις αρχές της ''ισότητας'' και της ''αναγνώρισης'' για την οργάνωση της σχολικής ζωής, σύμφωνα με τις οποίες όλοι είμαστε ίσοι αλλά όχι ίδιοι. Η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται μια διαρκής διαδικασία αλληλεπίδρασης, ανταλλαγής εμπειριών και γνώσεων, κριτικής προσέγγισης αντιλήψεων και αναπαραστάσεων, μέσα σε ένα ελαστικό σύστημα επικοινωνίας. Το διαπολιτισμικό μάθημα καλλιεργεί το σεβασμό στη διαφορετικότητα, την αρχή των πολλαπλών οπτικών, την αποδοχή της ισοτιμίας γλωσσών και πολιτισμών και εγκαθιδρύει την πιο σημαντική διαπολιτισμική ικανότητα, την ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση είναι ουσιαστικά η ικανότητα γνωστικής και συναισθηματικής τοποθέτησης του ''εγώ'' στη θέση του ''άλλου''. Η ενσυναίσθηση επιτρέπει στα διαφορετικής κοινωνικοπολιτισμικής προέλευσης άτομα να αντιλαμβάνονται αντικειμενικότερα τις στάσεις και τις συμπεριφορές των άλλων, διότι καθιστά εφικτή την προσέγγιση και την κατανόηση του συνολικού πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων, που αποτελούν και τις προϋποθέσεις των ενεργειών των υποκειμένων (Γκόβαρης, 2002). Σύμφωνα με τα παραπάνω και αν αναφερθούμε στον αρχικό μας προβληματισμό για τη διαχείριση της κοινωνικοπολιτισμικής πολυμορφίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο λήψης αποφάσεων και επιλογής πολιτικών. Η οικοδόμηση της ταυτότητας του Ευρωπαίου πολίτη οφείλει να αγγίζει και να σέβεται το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών. Η αίσθηση μιας ιδιαίτερης σύνδεσης, που διακατέχει τόσο τα μεμονωμένα άτομα όσο και τις κοινωνικές ομάδες εντός του γεωπολιτικού χώρου της Ε.Ε., συνδέεται με το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής και τη συνεισφορά όλων στη διαμόρφωση του κοινού μας μέλλοντος. Σ' αυτό το ζητούμενο της κοινωνικής συνοχής ο θεσμικός ρόλος του σχολείου είναι κομβικός. Οι συλλογικές ταυτότητες που πρέπει να καλλιεργήσει οφείλουν να ενσωματώσουν διαφορετικές αξίες, στάσεις και πρακτικές βασισμένες στην ποικιλομορφία και τον πολιτισμικό πλουραλισμό. Αυτό δε μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη συνδρομή του διαπολιτισμικού διαλόγου για την καλύτερη κατανόηση των Ευρωπαίων πολιτών. Η παροχή ίσων ευκαιριών ένταξης σ' όλους τους μαθητές, η παροχή γνωστικών και κοινωνικο-ηθικών πόρων, που είναι αναγκαίοι για τη συγκρότηση ακέραιων προσωπικοτήτων, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες για τη δημιουργία ενεργών ευρωπαίων πολιτών. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ... Στις μέρες μας το σχολείο λειτουργεί σ' ένα κοινωνικό πλαίσιο, που χαρακτηρίζεται από πολιτισμικό πλουραλισμό, όπου εμφανίζονται αφενός νέες μορφές κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών και αφετέρου νέες τάσεις ομογενοποίησης και αφομοίωσης εντός της Ευρωπαϊκής κοινωνίας. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η επεξεργασία και η διασφάλιση εκείνων των παιδαγωγικών πρακτικών, που συνδυάζουν τα κριτήρια του πλουραλισμού και της ισότητας ευκαιριών με μέτρα διασφάλισης της ποιότητας του σχολείου και της ανάπτυξης σχέσεων συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ των μαθητών. Έτσι οι μαθητές μπορούν να υποστηριχθούν στην αναζήτηση, κατασκευή και αμοιβαία αποδοχή ενός κοινού και περιεκτικού ορίζοντα αξιών και προσανατολισμών. ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 1. Βερνίκος, Ν., Δασκαλοπούλου, Σ., (2002) Πολυπολιτισμικότητα. Οι διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας, Αθήνα, Κριτική. 2. Βρύζας, Κ., (1997) Παγκόσμια επικοινωνία. Πολιτιστικές ταυτότητες, Αθήνα, Gutenberg 3. Γκόβαρης, Χ., (2002) ''Πολυπολιτισμικό σχολείο: Τι γνωρίζουμε για τις πολιτισμικές διαφορές των παιδιών από οικογένειες μεταναστών'', Εκπαιδευτική Κοινότητα, 61, σ. 24-28. 4. Chihabi, F. (1995) ''Career counseling related to a person's identity'' in Boeth, G., Brettmann, H., Geidschlager, P., Interkultyrellew Lernen in Schule und Staedten hilft Fremdenfeindlichkeit ueberwinden, Boenen, Drusch Verlag Kettler. 5. Δαμανάκης, Μ. (1998)2 Η εκπαίδευση των Παλιννοστούντων και Αλλοδαπών Μαθητών στην Ελλάδα, Διαπολιτισμική Προσέγγιση, Αθήνα, Gutenberg. 6. Κανακίδου, Ε., Παπαγιάννη, Β., (1998)2 Διαπολιτισμική Αγωγή, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. 7. Παντίδης, Σ. Πασιάς, Γ. Κ., (2003) Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση, Αθήνα, Gutenberg.
Powered By Blogger

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Αναγνώστες